- τεταρτονεικοστή
- τεταρτονεικοστή, ἡ,A tax of 1/24, PHib.1.95.7,10 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεταρτονεικοστή — ἡ, Α ο φόρος τού ενός εικοστού τετάρτου τής αξίας ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτον + εἰκοστός] … Dictionary of Greek